αχώριστα μόρια

αχώριστα μόρια
Μονοσύλλαβες ή σπανιότερα δισύλλαβες λέξεις της ελληνικής γλώσσας που παλιότερα είχαν μία αυτοτέλεια, σήμερα όμως χρησιμοποιούνται ως πρώτα συνθετικά διαφόρων λέξεων. Τέτοια μόρια είναι η συλλαβική αύξηση ε- (έδωσε) το στερητικό α- (αχώριστος, ανόθευτος), το δυσ- (δύσθυμος, δύσπιστος), το ευ- (ευχάριστος, ευφυής), το ερι- (ερίτιμος), το ζα- (ζάπλουτος), το ημι- (ημίθεος, ημικύκλιο). Επίσης οι προθέσεις εις (εισπνοή, είσοδος) και προ (πρόθεμα, πρόοδος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αχώριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε χωρίζει ή δεν μπορεί να χωρίσει: Χρόνια τώρα είναι φίλοι αχώριστοι. 2. αυτός που δεν πήρε διαζύγιο: Πήγαν στα δικαστήρια, αλλά είναι ακόμη αχώριστοι. 3. (γραμμ.), «αχώριστα μόρια», λεξίδια που απαντούν μόνο ως πρώτα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”